λυμαντήρ
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.