λυμαντήρ

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήρ Medium diacritics: λυμαντήρ Low diacritics: λυμαντήρ Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡ
Transliteration A: lymantḗr Transliteration B: lymantēr Transliteration C: lymantir Beta Code: lumanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.