καταναγκάζω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A force back, esp. of dislocated or fractured limbs, force them into their place, Hp.Fract.8, al. II overpower by force, constrain, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος E.Ba.643; κ. τὸ σῶμα torture, Luc.Nec.4. 2 coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Th.4.77; τινά τι Luc.Laps. 8; τινὰ ποιεῖν τι Is.7.38, cf. PGen.49.24 (iv A.D.):—Pass., ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος Thphr.CP1.16.11; κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150; κατηναγκασμένος necessary, inevitable, ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι Plb.3.4.3, cf. A.D.Synt.43.1, al.; αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου Ph.Fr.101 H.