ὀξυντήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sharpener, δονακήων, i.e.a penknife, AP6.64 (Paul.Sil.), cf. Aq.Jb.41.22.
German (Pape)
[Seite 353] ῆρος, ὁ, der Schärfer, spitz machend, πλατὺς – καλάμων, vom Federmesser, Paul. Sil. 50 (VI, 64).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυντήρ: ὁ, ὁ ποιῶν τι ὀξύ, ὁ ὀξύνων, ὀξ. δονακήων, δηλ. μαχαίριον, Ἀνθ. Π. 6. 64.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
instrument pour tailler en pointe.
Étymologie: ὀξύνω.