ὑποδύνω
From LSJ
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
English (LSJ)
A v. ὑποδύω.
German (Pape)
[Seite 1216] = ὑποδύομαι, sowohl eigtl., κέλευέ σφας κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her. 1, 155, als übertr., ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην 6, 2, er schlich sich ein, übernahm; εἰ δὲ ταῦτα ὑποδύνειν οὐκ ἐθελήσεις 7, 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδύνω: ἴδε ὑποδύω.
French (Bailly abrégé)
revêtir par-dessous : κιθῶνα τοῖσι εἵμασι HDT revêtir une tunique sous ses habits ; fig. ἡγεμονίην HDT se charger d’un commandement ; κίνδυνον HDT affronter un danger.
Étymologie: ὑπό, δύνω.