Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων → A man's character is his fate
ἁλῴη: καὶ ἁλώῃ, ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι. «
3ᵉ sg. opt. ao.2 de ἁλίσκομαι.
see ἁλίσκομαι.