δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
[Seite 1108] s. ὅςπερ.
épq. et ion. c. ᾗπερ, dat. fém. de ὅσπερ;adv.1 par où;2 de la manière que, comme.
ᾗ περ.