Στυμφάλιος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
French (Bailly abrégé)
α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
English (Slater)
Στυμφᾱλιος
1of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)