ματροπόλος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
French (Bailly abrégé)
dor. c. μητροπόλος.
English (Slater)
μᾱτροπόλος, -ον
1 attending to mothers ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (καταχρηστικῶς Schr., Pyth. Comm.) (P. 3.9)