Στυμφάλιος
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
French (Bailly abrégé)
α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
English (Slater)
Στυμφᾱλιος
1 of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)