ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
[Seite 1122] ονος, dor. = τλήμων, w. m. s.
τλάμων: Δωρ. ἀντὶ τλήμων, Πίνδ., Τραγ.
dor. c. τλήμων.