ἀκαμαντοχάρμας

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντοχάρμας Medium diacritics: ἀκαμαντοχάρμας Low diacritics: ακαμαντοχάρμας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΧΑΡΜΑΣ
Transliteration A: akamantochármas Transliteration B: akamantocharmas Transliteration C: akamantocharmas Beta Code: a)kamantoxa/rmas

English (LSJ)

α, ὁ,

   A unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).

English (Slater)

ᾰκᾰμαντοχάρμας
   1 untiring in battle ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, ὅτι ἢ κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.