ἀρηΐφιλος

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

German (Pape)

[Seite 349] dem Ares lieb, bei Hom. Menelaos Iliad. 3, 21. 52. 69. 90. 136. 206. 232. 253. 307. 430. 432. 452. 457. 4. 13. 150. 11, 463. 17, 1. 11. 138 Od. 15, 169, Meleager Iliad. 9, 550, Lykomedes 17, 346; ἀρχὸν ἀρηίφιλον ποθέοντες, den Achill, 2, 778; ἀρηιφίλων ὑπ' Ἀχαιῶν Versende Iliad. 6, 73. 16, 303. 17, 319. 336; – auch Sp., wie Tryphiod. 653.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρηΐφῐλος: [ᾰ], η, όν, ἀγαπητὸς εἰς τὸν Ἄρην, εὐνοούμενος ὑπὸ τοῦ Ἄρεως, τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, συνηθέστ. ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν Ἰλ. Β. 778, πρβλ. Ἡσ. Θ. 317, Πινδ. 1. 7 (8). 53, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Θερμώδοντος, Τρυφ. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cher à Arès, protégé par Arès.
Étymologie: Ἄρης, φίλος.

English (Slater)

ᾰρηῐφῐλος
   1 warloving ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ (I. 8.25) ]ἀρηίφιλον[ Πα. 22g. 3.

English (Slater)

ᾰρηῐφῐλος
   1 warloving ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ (I. 8.25) ]ἀρηίφιλον[ Πα. 22g. 3.