Ὀλυμπιονίκας

From LSJ
Revision as of 14:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

English (Slater)

Ὀλυμπῐονῑκᾱς (-ας, -α, -αν; -αις: Οὐλυμπιονίκαν coni.)
   a of an Olympic victor Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) (O. 4.8) τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88)
   b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; (O. 6.4) Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα (O. 10.1) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται (O. 11.7) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13)