κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
ιδοςadj. f.de Pisa, en Élide.Étymologie: Πῖσα.
Πῐςᾱτις f. adj., 1 of Pisa ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι (O. 4.11)