περιψάω
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
A wipe all round, wipe clean, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ar.Eq. 909 ; τὰ βλέφαρα περιέψησεν Id.Pl.730 ; σφόγγοι περιψῆσαι τὰ ἀναθήματα IG11(2).287 A 84(Delos, iii B. C.); π. σπόγγῳ τὸ ἄγγος Zos. Alch.p.224B.