ἀδιαπόνητος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον,
A undigested, κρέα Ath.9.402d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαπόνητος: -ον, ὁ μὴ διαπονηθείς, ὅν τις δὲν ἀπετέλεσεν ἐξ ὁλοκλήρου, -ἀχώνευτος, Ἀθήν. 402D.
Spanish (DGE)
-ον difícil de digerir κρέα Ath.402d.