ἀδελφεοκτόνος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, Ion. for ἀδελφοκτόνος.
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, Brudermörder, Her. 3, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφεοκτόνος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἀδελφοκτόνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀδελφοκτόνος.
Spanish (DGE)
-ον v. ἀδελφοκτόνος.