διαμευστής
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = ἀλαζών, Hsch.: also διαμευτής (-μέττης cod.), οῦ, ὁ, cheat, Id.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): tb. διαμευτής Hsch.
tramposo, embaucador Hsch.
• Etimología: De δι-αμεύομαι, cf. ἀμεύομαι, ἀμύνω.