λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 534] s. δείκνυμι.
3ᵉ pl. pqp. Pass. poét. au sens d’un impf., de δείκνυμι.
v. δειδίσκομαι.