ἄμελξις
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀμέλγω)
A milking, Pi.Fr.106, LXX Jb.20.17.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, das Melken, Pind. frg. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμελξις: -εως, ἡ, (ἀμέλγω) «ἄρμεγμα», Πινδ. Ἀποσπ. 73, Ἑβδ. (Ἰὼβ κ΄, 17).
English (Slater)
ᾰμελξις
1 milking Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
ordeño γλάγεος Pi.Fr.106.4, νομάδων LXX Ib.20.17, τοῦ γάλακτος Vit.Aesop.W.48.