ἀμφημερινός

From LSJ
Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

German (Pape)

[Seite 134] πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφημερῐνός: πυρετὸς καθημερινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διάτριτον καὶ τεταρταῖον, ὡς καὶ πρὸς τὸν νυκτερινόν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944, Πλάτ. Τίμ. 86Α· πρβλ. Μοῖριν ἔκδ. Πιερσ. σ. 46: ― οὕτως, ἀμφήμερος (ἐνν. πυρετὸς) Σοφ. Ἀποσπ. 448.

Spanish (DGE)

-όν
diario πυρετός fiebre cotidiana op. otros tipos de fiebres, Hp.Epid.1.6, cf. Morb.Sacr.1.6, Nat.Hom.15, Pl.Ti.86a, Gal.7.336, Ph.1.427, Cass.Fel.59, POxy.1151.36 (V a.C.), Cyran.1.21.60, 1.24.41
neutr. como adv. τοῖσι πυρεταίνουσι ἀμφημερινόν a los que tienen fiebres cotidianas Aret.SD 1.2.1.