ἀνθρωπόμιμος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον,
A imitating men, Ps.Plu.Flun.14.3.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen nachahmend, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος ἀνθρώπους, Ψευδο-Πλουτ. Περὶ ποταμ. 1157Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 de forma humana λίθοι Thrasyll.Mend.2
•que imita a los hombres πίθηκοι Ign.Eph.p.237.
2 adv. -ως como un hombre Ctesipho 4.