ἀσυγκίνητος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A without agitation, Antyll. ap. Orib.6.21.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκίνητος: -ον, ὁ μὴ προξενῶν συγκίνησιν, οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) προσηνέστατοι καὶ ἀσυγκινητότατοι (ἔνθα ὁ κῶδιξ ἔχει ἀσυγκινώτατοι) Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. σ. 109, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que no produce agitación οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) ... ἀσυγκινητότατοι Antyll. en Orib.6.21.16.