βαλαντιοτομέω

From LSJ
Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

German (Pape)

[Seite 428] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλαντιοτομέω: κόπτω καὶ κλέπτω βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-τόμος, ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. βαλλάντιον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper des bourses, être coupe-bourse.
Étymologie: βαλαντιοτόμος.

Spanish (DGE)

v. βαλλαντιοτομέω.