βύσμα
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ατος, τό, (βύω)
A plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.
German (Pape)
[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tapón, bitoquede recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
•fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.