γλυφικός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for carving: γλυφική (sc. τέχνη) Epigr.Gr. 841 (Thrace).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠφικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ γλυφήν· γλυφικὴ (ἐνν. τέχνη) Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 841.
Spanish (DGE)
(γλῠφικός) -ή, -όν
de la escultura ἡ γ. πλαστική (sc. τέχνη) arte plástica Philostr.Im.1.2, cf. Epigr.Gr.841.4 (Tracia), Eustr.in EN 19.24.