διαθιγγάνομαι
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
Greek (Liddell-Scott)
διαθιγγάνομαι: παθ., εὑρίσκομαι εἰς συνεχῆ ἐπαφήν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 7.
Spanish (DGE)
estar en contacto<τῷ> διαθιγγάνεσθαι ἀεί al estar constantemente en contacto Arist.HA 634a9.