διαστόμωσις
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
εως, ἡ,
A expansion, Alex.Aphr.Pr.1.93.
Greek (Liddell-Scott)
διαστόμωσις: -εως, ἡ, διάνοιξις, Ἀλ. Ἀφροδ. Προβλ. 1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dilatacióndel ano, Alex.Aphr.Pr.1.93.