δυσάγκριτος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
German (Pape)
[Seite 674] p. = δυσανάκριτος, schwer zu unterscheiden, Aesch. Suppl. 119, Schol. δυσδιάγνωστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à discerner.
Étymologie: δυσ-, ἀνακρίνω.
Spanish (DGE)
(δυσάγκρῐτος) -ον de sentido incierto πόνοι A.Supp.126.