εἰσακοή
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
ἡ,
A listening, hearkening, Ph.1.593.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, das Anhören, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσακοή: ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν ὄνομα μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
audición, acción de escucharcomo etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.Ge.16.11.