Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀπαριθμέω, ἀριθμέω, διαριθμέω, ἐκλέγω, εἴρω, ἀπογράφω, διηγέομαι, ἐξακοντίζω, διαμετρέω, ἀναμετρέω