hábil
From LSJ
Spanish > Greek
ἐνδρανής, αἱμύλος, αἱμύλιος, ἐντεχνής, ἐνεδρευτικός, ἐνδέξιος, γλαφυρός, διαλεκτικός, δεινός, ἑκτικός, δεινόθυμος, ἀγαθός
ἐνδρανής, αἱμύλος, αἱμύλιος, ἐντεχνής, ἐνεδρευτικός, ἐνδέξιος, γλαφυρός, διαλεκτικός, δεινός, ἑκτικός, δεινόθυμος, ἀγαθός