ἐντεχνής
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ἐντεχνές, f.l. for ἔντεχνος, Sch.Pi.N.8.24.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. hábil, diestro, capaz ἐντεχνέστεροι ... πρὸς τὴν τοῦ συμφέροντος θήραν Cyr.Al.M.73.573C, ἐντεχνεῖς οἱ Λύδιοι περὶ τὴν μουσικήν Sch.Pi.N.8.24
•neutr. subst. τὸ ἐ. habilidad, pericia τὸ εἰς λόγους ἐ. Cyr.Al.M.76.853B.
2 ret., del estilo artificioso, elaborado sup. τί τοίνυν τὰ οὕτως ἐντεχνέστατα; ¿qué significa lo que se expresa así de forma tan artificiosa? Seuerian.Rom.Heb.p.337
•neutr. plu. sup. c. valor adv. ἐντεχνέστατα Cyr.Al.Dial.Trin.5.548a, cf. M.73.373C.
German (Pape)
[Seite 856] ές, = ἔντεχνος; Schol. Pind. N. 8, 24; K. S.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 345.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεχνής: -ές, -ἔντεχνος, Κύριλλ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 8. 24. ― Ἐπίρρ. ἐντεχνέως, μετὰ τέχνης, Χρησμ. Σιβυλλ. σ. 56.