medir
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Spanish > Greek
βαίνω, ἐκμετρέω, ἀριθμέω, διασταθμάομαι, ἐγκαταμετρέω, ἐμμετρέω, βηματίζω, ἐναφίστημι, ἀπομετρέω, διαμετρέω, γεωμετρέω, ἀναριθμέομαι, ἀπολαμβάνω, ἀναμετρέω