σκοπιά
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
Ion. σκοπ-ιή, ἡ,
A lookout-place, in Hom. esp. a hill-top, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Od.10.97; ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Il.4.275, Od.4.524; ἥμενος ἐν σκοπιῇ Il.5.771; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι each to his lookout-place, Od.14.261; ἄγγελος . . ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σ. Thgn.550; watch-tower, Hdt.2.15; ὥσπερ ἀπὸ σ. μοι φαίνεται Pl.R. 445c. 2 peak, height, of Cithaeron, Simon.130; of Athos, S.Fr.237 (anap.); Ἰλιὰς σ., of the Trojan acropolis, E.Hec.931 (lyr.), cf. Ph.233 (lyr.), Ar.Nu.281 (lyr.), etc.; Θάσου σκοπιαί JHS29.93: metaph., Pi.N.9.47:—σκοπιαί personified as women (Oreads), Philostr.Im.2.4. II look-out, watch, σκοπιὴν ἔχειν to keep watch, Od.8.302; οὔ κῃ πρόσω σ. ἔχοντες τούτων Hdt.5.13; κρυπταὶ σ. X.Eq.Mag.4.10; σκοπιὴν φυλάσσειν Arat.883.