χρύσαμμος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A golden sand, Olymp.Alch.p.98 B.; = balluca, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1378] Goldsand mit sich führend, als subst. ὁ u. ἡ χρύσαμμος, Goldsand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσαμμος: [ῡ], ἡ, ἄμμος χρυσῆ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμος
χρυσή άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄμμος.