χυμευτικός
From LSJ
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
ή, όν
A concerning alchemy, βιβλος Zos.Alch.p.220B. (χυμ-), Olymp.Alch.p.80B. (χημ-) ; [βιβλία] Suid. s.v. ζώσιμος (χειμ-).
German (Pape)
[Seite 1384] zum Vermischen, Vermengen gehörig, geneigt dazu, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ
βλ. χημευτικός.