ψίλωμα

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλωμα Medium diacritics: ψίλωμα Low diacritics: ψίλωμα Capitals: ΨΙΛΩΜΑ
Transliteration A: psílōma Transliteration B: psilōma Transliteration C: psiloma Beta Code: yi/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.