Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
το, Ν
βοτ. το κενοτόπιο τών φυτικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + τόπος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vacuole].