χυτήριο

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μεταλλουργικό εργαστήριο ή τμήμα μεταλλουργικού εργοστασίου στο οποίο τήκονται μέταλλα ή κράματα μετάλλων και διαμορφώνονται με χύτευση σε έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτήρ-ας (βλ. και -τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. χυτήριον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].