Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
ἄειλος, -ον (Α)αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα του ήλιου)].