χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
το
συνήθως στον πληθ. τα αγούρια
άγουρος
τα σταφύλια του αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να είναι ξινά.