Ελικωνιάς

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

Ἑλικωνιάς, η (Α)
1. μούσα που ζει στον Ελικώνα
2. το φυτό υάκινθος.