υάκινθος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
ο / ὑάκινθος, ΝΜΑ, και ως θηλ. ὑάκινθος, ἡ, Α
1. βολβόρριζο φυτό με ωραίο άρωμα και όμορφα άνθη, γένος, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, με 30 περίπου είδη, κυριότερο από τα οποία είναι ο ανατολικός υάκινθος, από τον οποίο προέρχονται όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες, κν. γνωστές σήμερα ως ζουμπούλια ή γιούλια
2. ως κύριο όν. ο Υάκινθος
μυθ. i) προελληνικός θεός της γονιμότητας, της βλάστησης και του κάτω κόσμου, που αργότερα ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα
ii) ήρωας που αναγεννιόταν μετά από τον θάνατό του, όπως ακριβώς και η φύση, και που αργότερα η παράδοση τον παρουσιάζει ως ωραιότατο νεανία, χάριν του οποίου ο Θάμυρυς εφεύρε την παιδεραστία και τον οποίο ερωτεύθηκαν επίσης ο Ζέφυρος και ο Απόλλων
νεοελλ.
(ορυκτ.) α) ορυκτό, παραλλαγή του ζιρκονίου, που είναι πολύτιμος λίθος
β) ποικιλία του κρυσταλλικού χαλαζία
2. φρ. «υάκινθος του νερού»
βοτ. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων καλλωπιστικών φυτών του γένους εϊχόρνια
αρχ.
1. το φυτό δελφίνιο το αιάντιο, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, φύτρωσε από το αίμα του νεαρού Υακίνθου, τον οποίο άθελά του σκότωσε ο Απόλλων με τον δίσκο του που ο Ζέφυρος εξέτρεψε από την κανονική του πορεία, λόγω αντιζηλίας, ή από το αίμα του Αίαντος του Τελαμωνίου
2. (κυρίως στον θηλ. τ.) είδος πολύτιμου λίθου με κυανό χρώμα, πιθ. το ζαφείρι («λήψονται τὸ χρυσίον καὶ τὴν ὑάκινθον», ΠΔ)
3. ονομασία μιας απόχρωσης του κυανού χρώματος
4. φρ. «ὑάκινθος πορφυρέη»
πιθ. είδος κρίνου, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Lilium martagon.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑάκινθος (από αρχικό τ. Fάκινθος με αντιπροσώπευση του -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-) είναι πιθ. δάνεια από κάποια γλώσσα, πιθ. μεσογειακή, όπως και το συγγενές λατ. vaccinium, είδος θαμνοειδούς φυτού].