Κορινθιακός

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Κορίνθιος.

Russian (Dvoretsky)

Κορινθιᾰκός: Xen. = Κορίνθιος I.