Ορτυγία

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

Ὀρτυγία και επικ. τ. Ὀρτυγίη, ἡ (Α) [[όρτυξ, -υγος]]
1. ονομασία της νήσου Δήλου, αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας
2. προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. ονομασία μικρού νησιού μπροστά στην πόλη τών Συρακουσών, το οποίο ονομαζόταν και Νᾱσος
4. ονομασία άλσους κοντά στην Έφεσο.