Σελευκεύς

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant de Séleucie, en Mésopotamie.
Étymologie: Σελεύκεια.

Russian (Dvoretsky)

Σελευκεύς: έως ὁ уроженец или житель Селевкии Luc.