άγημα
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Greek Monolingual
το (Α ἄγημα) ἄγω
νεοελλ.
1. στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται ειδική αποστολή, είτε σε πολεμική επιχείρηση είτε σε ειρηνική εκδήλωση
2. (ιδιαίτερα) τμήμα πεζοναυτών
αρχ.
1. το οδηγούμενο τμήμα, διαίρεση, μέρος του στρατού τών Λακεδαιμονίων
2. επίλεκτο τμήμα του μακεδόνικου στρατού, σωματοφύλακες.