αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γυῖον (= μέλος)].