άθρησκος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος
2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θρήσκος.
ΠΑΡ. αθρησκία].